ἐσχάτας

ἐσχάτας
ἐσχάτᾱς , ἔσχατος
farthest
fem acc pl
ἐσχάτᾱς , ἔσχατος
farthest
fem gen sg (doric aeolic)
ἐσχάτᾱς , ἐσχατάω
to be at the edge
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱԶԿՌԻՆՉ — ( ) NBH 2 0189 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 14c ա. որ եւ ՄԱԶԱԿՌԻՉ, ՄԱԶԱԿԱՌԱՉ. Ի յետին մազի կամ թելի կենաց կռնչօղ, կառաչօղ. վտանգեալ ʼի մահ. հոգեվար. վերջի թելը հասած, հեւքը բռնած. յն. որ է մօտ ʼի վերջինս. πρὸς ἑσχάτας ὧν …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”